- κλοποφόρημα
- κλοποφόρ-ημα, ατος, τό,A a theft, Hdn.Epim.72.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κλοποφόρημα — κλοποφόρημα, τὸ (Α) [κλοποφορώ] κλεμμένο αντικείμενο … Dictionary of Greek
κλοποφόρημα — a theft neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)